ξηροκόλλα

ξηροκόλλα
ξηρο-κόλλα· σύνθεσίς τις παρὰ τοῖς χρυσουργοῖς, Hsch.
II (written exiricolla, etc.) = ξυλοκόλλα, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξηροκόλλα — ξηροκόλλα, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «σύνθεσίς τις παρὰ τοῑς χρυσουργοῑς» 2. ξυλόκολλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κόλλα] …   Dictionary of Greek

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”